ἐγκαλέω
• Alolema(s): át. -ῶ
• Grafía: frec. graf. en pap. e inscr. ἐνκ-
• Morfología: [pres. part. dat. sg. ἐνκαλειμένοι IG 92.718.43 (Calión V a.C.); fut. ἐγκαλέσω Ep.Rom.8.33, v. pas. ἐγκληθήσομαι Gr.Naz.Ep.17.3, inf. ἐγκαλεσθήσεσθαι Sch.rec.Ar.Nu.1277; v. pas. ind. aor. ἐνεκλήθην D.C.61.10.1]


I gener.

1 exigir, reclamar στρατιῶται ἀπολαβόντες ἃ ἐγκαλοῦσιν X.An.7.7.33
a los dioses invocar, pedir οἱ ἐγκαλοῦντες τὴν τῶν θεῶν ἱατρείαν Str.14.1.44.

2 c. dat. de pers. o asim. reprochar, echar en cara, culpar c. ac. de abstr. τί αὖ ὅδε ἐγκαλεῖ τῷ λόγῳ; ¿qué le reprocha éste al diálogo? Pl.Phd.86d, τὸ δ' ἐ. ἑτέροις ἅπερ αὐτοὶ πράττουσι Plu.2.1125f, αὐτοῖς τὰς ὕβρεις ἐγκαλεῖν D.P.Au.2.16, en v. pas. καὶ τοῦτο ἐγκληθησόμεθα; Gr.Naz.l.c.
c. dat. y gen. τῆς βραδυτῆτος αὐτοῖς ἐνεκάλει Plu.Arist.10
c. dat. y giro prep. τάς γε μὴν ἰδέας, περὶ ὧν ἐγκαλεῖ τῷ Πλάτωνι Plu.2.1115b, ἐνεκάλει αὐτῷ ἐπὶ τούτῳ Hierocl.Facet.90, cf. Alex.Trall.1.519.13
c. dat. y part. pred. ἵνα αὐτοῖς ἀμελοῦσιν αὐτῶν μὴ ἐγκαλῶσιν οἱ ἄνθρωποι Pl.Prt.346a, en v. pas. ἐγκαλουμένων ὡς τεμόντων νεῦρον Gal.2.396
c. dat. e inf. u otra or. complet. ἐνεκάλει τοῖς Ἀθηναίοις παραβαίνειν τὰς σπονδάς Th.4.123, Ξενοφῶντι ἐνεκάλουν ὅτι οὐκ εἶχον τὸν μισθόν X.An.7.5.7, οἷς οὐκ ἂν δικαίως ἐγκαλοῖμεν ὅτι χαλεπῶς πρὸς ἡμᾶς διατέθησαν Isoc.8.79, ἐγκαλεῖται τῇ τύχῃ ὅτι ... Arist.EN 1120b17, ἐγκαλεῖ δ' αὐτῷ πρῶτον, ὅτι ... Plu.2.1108f
sólo c. dat. recriminar, hacer reproches τὸν ἐγκαλοῦντα τῇ φιλοσοφίᾳ Pl.R.489d, οὐ μὴν ἐγκαλεῖν γε χρὴ τοῖς ἑτέρως διδάσκουσιν Gal.2.242, εἶτα τοῖς θεοῖς ἐγκαλεῖτε Arr.Epict.1.6.39.

3 sin dat. censurar, tener queja de c. ac. de abstr. τὸν μέγαν χόλον κατ' αὐτῶν ἐγκαλῶν S.Ph.328, εἴ τέ τι ἄλλο ἐνεκάλουν Th.5.46, τοῦτο ... ἐγκαλεῖν Pl.Tht.168e, ἃ μὲν οὖν ἐγκαλῶ, ταῦτ' ἐστίν Philipp.Maced.2.24
abs. quejarse οὕτως ὅπως ἂν μὴ 'γκαλῇ πορσύνετε E.Rh.878, περὶ Πειρίθου ... οὐδὲν ᾤετο ποιήσειν πλέον ἐγκαλῶν Plu.Thes.35, τὸ μέμφεσθαι καὶ ἐγκαλεῖν Arr.Epict.1.6.43, πρότερον ἐγκαλῶν ἐπέστειλε Str.5.3.5
fig. ser adverso, oponerse μηδὲν αὐτοῖς ἐνκαλεῖ nada les es adverso Diog.Oen.20.3.11.

II jur.

1 reclamar, exigir judicialmente c. dat. de pers. y ac. de la cosa reclamada εἰ γάρ τι ἐγκαλεῖς τῷδε τῷ μειρακίῳ καὶ τῶν σῶν τι ἔχει Lys.Fr.21.1, (σώματα) Ἀγελάῳ IG 92.190.8 (II a.C.), sin dat. φανερός ἐστιν ἐγκαλήσας οὐδέποτ' ἀργύριον Lys.3.26, μεγάλ' ἐγκαλῶν ὀλίγ' ἐπράξατο Isoc.18.14, τὰς ὀγδοήκοντα μνᾶς ἐνεκάλεις D.31.6, ἀποδοῦναι ... μοι ἃ ἐγκαλῶ PEnteux.47.8 (III a.C.), c. giro prep. ἐγκαλῶν τῷ κληρονόμῳ περὶ τῆς προικὸς τῆς ἀδελφῆς Is.3.9, tard. c. gen. de la cosa reclamada οὔτε ἐγκαλεῖν σοι οὔτε ἐγκαλέσιν (sic) οὔτε γενημάτων οὔτε περὶ ἀργυρικοῦ POxy.1134.12 (V d.C.)
hacer una reclamación ἀδίκως ἐγκαλεῖν Isoc.17.48, οὐ δικαίως ἐνεκάλεσεν Isoc.18.14, πλησίον ὄντων τῶν ἀδικημάτων ἐγκαλεῖς D.36.53, ἐνεκάλουν δοκιμασθείς, ἔλαχον δὲ τὴν δίκην ἐπὶ Τιμοκράτους D.30.17, πρὸς τοὺς ἐγκαλοῦντας Plu.Per.12
varias constr. en un tipo de fórmula contractual μὴ ἐ. para manifestar la renuncia a tomar acciones legales, gener. por deudas οὐθὲν αὐτῷ ἐγκαλῶι (sic) PFay.13.10 (II a.C.), cf. PKöln 146.8 (I a.C.), οὐδὲν ἐνκαλῶ περὶ οὐδενὸς ἁπλῶς PUps.Frid.3.28 (II d.C.), μηδὲ ἐγκαλῖν μηδὲ ἐνκαλέσιν (sic) POxy.1562.22 (II d.C.), μὴ ἐγκαλεῖν ἀλλήλοις μητὲ ἐγκαλέσειν πώποτε μή ἐν δικαστηρίῳ οἱῳδήποτε ἢ ἐκτὸς δικαστηρίου PLond.1712.15-16 (VI d.C.), cf. PMich.677.9 (I a.C.), 354.25 (I d.C.), SB 12837.11 (III d.C.), PMonac.9.79 (VI d.C.), μὴ ἐνκαλουμένη ὑπ' ἐμοῦ PUps.Frid.7.6 (III d.C.)
en otro tipo de fórmula contractual tener queja οὐδὲν αὐτῶν ἐγκαλῖ (sic) περὶ οὐδενὸς ἁπλῶς πράγματος περὶ τῶν δηλουμένων ἔργων PMich.Teb.337.14, cf. 351.13 (ambos I a.C.).

2 recurrir la decisión de un juez o magistrado en v. med. ὡς μηδενὶ ἐξεῖναι ... ἐγκαλεῖσθαι τὴν αὐτοῦ κρίσιν Lyd.Mag.1.14.

3 acusar, hacer una acusación esp. en litigios (gener. privados, a veces públicos) c. dat. de pers. ἐμοί Antipho 4.2.2, cf. Lys.19.55, Καλλίᾳ μὲν οὐδεὶς πώποτε οὔτ' ἰδιώτης ἐνεκάλεσεν οὐτ' ἄρχων Lys.5.3, ἐγκαλεῖ τοῖς ἐκεῖθεν ἐνθάδε τὰς εὐπορίας ἄγουσιν D.5.8, τινὶ τῶν ἡμετέρων πολιτῶν IClaros 1.M.1.43 (II a.C.), en v. pas. οὔτ' ἐγκαλοῦντες οὐτ' ἐγκαλούμενοι ὑφ' ἑτέρων D.34.1, οἱ ἐγκαλούμενοι πολῖται IClaros 1.M.1.26 (II a.C.), βασιλεὺς ... ἐγκαλούμενος ὑπὸ τῶν πολιτῶν ἔφυγεν D.S.14.89, ὑπὸ Διοδώρου SB 14014.2 (II d.C.)
c. ac. int. μοι ... ἔγκλημα μὲν οὐδεὶς τῶν ἐκεῖ ἐνεκάλεσεν οὔτε ἰδίᾳ οὔτε δημοσίᾳ Hyp.Lyc.18, cf. Hyp.Eux.24, Lys.3.19, δίκας ἅς μοι ἐνεκάλουν D.40.19, cf. SEG 39.1426.51 (Cilicia III a.C.), μοι ... τὰ ψευδῆ ἐγκέκληκεν D.33.4, εἴ τι τοισίδ' ἐγκαλεῖ ξένοις si alguna acusación hace contra estos extranjeros E.Heracl.251, οὐδέν μοι πώποτε ἐνεκάλεσεν οὐδείς Lys.3.19, τοῦτ' ἔστιν ὅ μοι ἐγκαλεῖς Pl.Ap.26c, ἃ δ' ἐγκαλῶ ἔπραξεν ὑβρίζουσά με PEnteux.79.7 (III d.C.), cf. Poll.8.30, ἐπιδειξάτω ... ὅ τι ἂν ἐγκαλῇ Δημητρίᾳ PEleph.1.7 (IV a.C.)
c. ac. de la acusación ἐγκαλῶν δέ μοι φόνους S.El.778, c. gen. οὐ γὰρ βουλεύσεως ἐγκαλοῦσιν Demad.132, ἐνεκάλησε ψευδομαρτυριῶν Harp.s.u. ἐπεσκήψατο, φόνου POxy.2111.44 (II d.C.), c. περὶ y gen. περὶ τῶν φονικῶν ἐγκαλέσαντες Isoc.4.40, περὶ ὧν σοι ἐνκέκληκα ἐπὶ τοῦ ... ἀρχήου PTeb.821.4 (III a.C.)
c. ὡς: ἐτόλμησεν ἡμῖν ἐγκαλεῖν ὡς ἔχομεν ἕξ τάλαντα Isoc.17.50
c. dat. y pred. (paród., habla la letra sigma) μοι ... μηδέποτε ἐγκαλέσαντι τῷ Ζῆτα σμάραγδον ἀποσπάσαντι Luc.Iud.Voc.9
abs. hacer una acusación τοὺς ξένους καλεσάμενος κᾆτ' ἐγκεκληκὼς ἐνθαδί después de citar a los extranjeros y de haber sostenido aquí la acusación Ar.Au.1455, οὔτ' εἰκὸς ... τοὺς δὲ ... μὴ τολμᾶν ἐγκαλεῖν Isoc.15.34, ἀδίκως τὸν ἐγκαλοῦντα ἐγκαλεῖν καὶ τὸν φεύγοντα ἀδικεῖν Arist.Pr.951b31
en part. subst. οἱ Ἐγκαλοῦντες Los Acusadores tít. de una comedia de Dífilo AB 110.18
en v. med. ὁ ἐγκαλείμενος el demandante, IG l.c.
en v. pas. ὁ ἐγκαλούμενος el acusado ἀξιῶ ἀκθῆναι (l. ἀχθ-) τοὺς ἐγκαλουμένους BGU 22.35 (II d.C.); τὰ ἐγκαλούμενα las acusaciones Anaximen.Rh.1444a5.