< ἐγκαλυπτέον
ἐγκαλυπτήρια >
ἐγκαλυπτέος
,
-α, -ον
que debe ocultarse
,
esconderse
ἐ. ἕκαστος ὁ ματαίως ἐν δόξῃ γενόμενος
Ap.Ty.
Ep
.18.