ἐγκαθέψω
poner a cocer, poner a hervir c. dat.
ἐ. δὲ τοῖς ὑγροῖς ... φλοιὸν πίτυοςArchig.70L.,
πολύγονον ἐγκαθέψομεν ἢ σίδιαAntyll. en Orib.Syn.1.28.5
•en v. med.-pas. hervir
ἐγκαθηψημένων ἀκροκωλίωνDsc.Eup.2.28,
σμύρνα ἐγκαθηψημένηAntyll. en Orib.10.36c, cf. Archig. en Gal.13.173, c. dat.
κάρδαμον ... ἐγκαθεψόμενον ῥοφήμασινDsc.2.155, Eup.2.51.3,
μύσκλον τῷ λινοσπέρμῳ ἐγκαθηψημένονOrib.Syn.6.43.2.