< ἐγκαθηβάω
ἐγκάθημα >
ἐγκαθηλόω
clavar
,
insertar
en v. pas.
τύλοι οἱ τοῖς ἄξοσιν ἐγκαθηλωμένοι
Heliod. en Orib.49.4.25.