< ἐγκαθαιρέω
ἐγκαθαρμόζω >
ἐγκαθαίρω
limpiar el interior
fig.
purificar
del alma, en v. pas.
διὰ κρείττονος ἐπιμελείας ἐγκαθαρθέντας
Gr.Nyss.M.46.105D.