< Ἐγέρτιος
ἔγεστα >
ἐγερτός
,
-όν
del que se puede despertar
ἀναγκαῖον ὕπνον πάντα ἐγερτὸν εἶναι
Arist.
Somn.Vig
.454
b
14, cf. Hdn.Gr.2.88, 901.