ἐγερτήριος, -ον
que estimula o incita
μέλος διάτορον ... καὶ οἷον εἰς τὴν μάχην ἐγερτήριονAel.VH 2.44,
λόγος ... ἐ. εἰς μάχηνEust.1269.12, cf. 1171.40
•subst. τὸ ἐ. estímulo, impulso
(τῷ λαγῷ) τὰ ὦτά ἐστι ... ἐγερτήρια δρόμουAel.NA 13.14.