< ἐγερσίτης
ἐγερσίχορος >
ἐγερσῐφᾰής
,
-ές
que despierta la luz
τὸν ἐγερσιφαῆ, πυρὸς ἔγκυον, ἔμφλογα πέτρον
del pedernal
AP
6.5 (Philippus).