< ἐγερσῐμαχέω
ἐγερσίμοθος >
ἐγερσῐμάχη
,
-ης, ἡ
• Prosodia:
[-ᾰ-]
la que despierta el combate
σε θῆκε θεᾷ δῶρον ἐγερσιμάχᾳ
AP
6.122 (Nic.).