ἐγερσίνοος, -ον
• Prosodia: [-ῐ-]
• Morfología: [gen. -οιο Procl.H.1.7, 6.7]
que excita el espíritu
μέθηNonn.D.12.376, cf. 47.57,
πρόνοια(de Helios), Procl.H.1.7,
βίβλοιProcl.H.3.4,
τελεταίProcl.H.6.7.
μέθηNonn.D.12.376, cf. 47.57,
πρόνοια(de Helios), Procl.H.1.7,
βίβλοιProcl.H.3.4,
τελεταίProcl.H.6.7.