< ἐγερσίβροτος
ἐγερσῐθέατρος >
ἐγερσίγελως
,
-ωτος
• Prosodia:
[-ῐ-]
que despierta la risa
o
la sonrisa
Ἀφροδίτη
Orph.
Fr
.183.4,
Λυαῖος
AP
11.60 (Paul.Sil.).