ἐγείρω
• Alolema(s): eol. ἐγέρρω Alc.48.12, Hdn.Gr.2.495
• Morfología: [pres. subj. 3a sg. ἐγείρησιν Ibyc.22(b), inf. eol. ἐγέρρην Alc.48.12; impf. 1a sg. ἔγειρον Il.5.496, Pi.Fr.52n(a).17, 3a sg. ἤγειρεν Ar.Lys.18; fut. ind. ἐγερῶ LXX Ge.49.9, Eu.Io.2.19, v. pas. 3a sg. ἐγερθήσεται LXX Da.11.25, 3a plu. ἐγερθήσονται Eu.Matt.24.11; aor. sigm. ind. 1a sg. ἤγειρα Il.5.208, 3a sg. ἔγειρε Od.15.44, eol. ἔγερρε Alc.46.4, subj. 3a sg. ἐγείρῃσιν Il.10.511, 1a plu. ἐγείρομεν Il.2.440, v. pas. aor. ind. 3a sg. ἠγέρθη LXX Ge.41.7, Ach.Tat.6.17.5, c. «falsa» red. γεγέρθη Suppl.Mag.23.5, inf. ἐγερθῆναι Hdt.4.9, part. ἐγέρθεις Sapph.30.6, v. med. aor. ind. 3a sg. ἔγρετο Od.6.117, imperat. 2a sg. ἔγρεο Il.10.159, Maiist.56, ἐγείραο Epigr.Anat.31.1999.168 (Bitinia, imper.), subj. 2a sg. ἔγρῃ Ar.V.774, opt. 3a sg. ἔγροιτο Od.6.113, inf. ἔγρεσθαι Theoc.18.55, part. ἐγρόμενος Od.10.50, A.R.4.671; perf. ind. 1a sg. ἐγρήγορα Pl.Io 532c, Ar.Lys.306, ἐγήγορα Hdn.Exc.Verb.16.16, Ph.2.359, Them.in PN 39.19, ἤγερα Hdn.Gr.2.287, 795, ἐγήγερα Hdn.Gr.2.287, Hdn.Exc.Verb.16.16, ἐγρήγορθα Hdn.Exc.Verb.16.15, ἤγερκα Hdn.Gr.2.287, Eust.1880.21, 3a plu. ἐγρηγόρθασι Il.10.419, ἐγρήγορθαν Orac.Sib.2.180, subj. 3a sg. ἐγρηγορέῃ Aret.SD 2.5.1, inf. ἐγρήγορθαι Il.10.67, ἐγηγερκέναι Chrys.M.61.616, part. nom. sg. ἐγηγερκώς Philostr.Ep.16, nom. plu. ἐγρηγορότες Pl.Lg.808c, Arist.GA 779a17, v. med. perf. ind. ἐγήγερμαι A.Io.76.39, Eu.Matt.11.11, part. nom. plu. ἐγηγερμένοι Th.7.51 (cód.), Chrys.M.62.66; plusperf. 1a sg. ἠγρηγόρειν Men.Fr.545, 3a sg. ἐγρηγόρει Ar.Ec.32, Pl.744, X.Cyr.1.4.20, ἐγηγέρκει I.AI 17.167, D.C.42.48.2, v. pas. 3a sg. ἐγήγερτο Luc.Alex.19; formas tard. γρηγορέω, ἔγρω q.u.]
A intr.
I en v. med.-pas. no de perf. (y a veces imperat. act.)
1 ref. al sueño, con suj. animado despertarse, salir del sueño
ἔγρεο, Τυδέος υἱέIl.10.159,
ὁ δ' ἔγρετο δῖος ὈδυσσεύςOd.6.117,
ἀλεκτρυόνων φθόγγος ἐγειρομένωνThgn.864,
(λέγουσι) ἐγερθῆναι τὸν ἩρακλέαHdt.4.9,
καθεύδεις; οὐκ ἐγείρεσθαί σ' ἐχρῆν;E.Rh.643,
κἂν ἔγρῃ μεσημβρινόςAr.V.774,
ἐγειρόμενοι ἐβοήθουν τεταραγμένοιX.HG 1.6.21,
ἐγείρεσθαι νύκτωρ εἰς ... φυλακάςlevantarse de noche para hacer las guardias Pl.Lg.942b, cf. Ap.31a,
ἐγείρεσθαι χρὴ πρότερον δεσπότας οἰκετῶνArist.Oec.1345a13,
ἐγείρεται τὰ ζῷα πάλινArist.Ph.253a20, cf. Heraclit.B 1, 21, LXX Ge.41.7, PStras.100.15 (II a.C.), A.R.4.671, Nonn.D.42.335, en imperat. med.
πρώϊος δ' ἐγειρέσθωHp.Int.30,
ἔγειρ' ἀδελφῆς ἐφ' ὑμέναιονE.IA 624, cf. Ar.Ra.340, c. indicación del estado del que se sale
ἔγρετο δ' ἐξ ὕπνουIl.2.41,
ἐξ ἀναύδου καὶ μύσαντος ὄμματος ... ἠγείρετοE.Med.1184,
ἐκ τῶν ὕπνων ... θάμα ἐγειρόμενοςPl.R.330e, cf. Hp.Mul.2.149.
2 sin rel. c. el sueño levantarse, ponerse de pie, erguirse c. sujeto animado
ἐγειρέσθην κοτέοντε μάχεσθαιHes.Sc.176,
εἴ τις ἄρειον ἔπος μητίσεται ἄλλη, ἐγρέσθωA.R.1.666,
καθεζόμενος πάλιν οὐκ ἠγείρετοPlb.36.16.3,
ἐκ τοῦ δείπνουEu.Luc.13.4,
τῆς καθέδρας ἐγερθείςHom.Clem.3.19.1, tb. en perf.
ταῦτα εἰπὼν ἐγήγερταιHom.Clem.2.53.2
•fig. levantarse, surgir
πολλοὶ ψευδοπροφῆται ἐγερθήσονταιEu.Matt.24.11, cf. Hom.Clem.16.19.5
•levantarse, salir del lecho restablecido de una enfermedad
ἔγειρε καὶ περιπάτειEu.Matt.9.5, Eu.Luc.5.23,
ἐὰν γάρ τις νοσήσῃ τῶν παρ' ἡμῖν ... οὐκ ἐγίρονται (sic)POxy.3817.12 (III/IV d.C.)
•c. suj. inanimado levantarse, ascender
ἡ δὲ ναῦς ἀεὶ πρὸς μὲν τὸ κυρτούμενον τῆς θαλάσσης ἠγείρετοen una tormenta, Ach.Tat.3.2.5, del polvo, Nonn.D.37.284
•fig. animarse, cobrar ánimos
ἔγρεσθ' εἰς ἔργονA.R.2.884,
ταῦτα ἀκούσας ... ἠγέρθηAch.Tat.l.c.
3 ref. a la muerte resucitar, levantarse de entre los muertos
ἀναστήσονται οἱ νεκροί, καὶ ἐγερθήσονται οἱ ἐν τοῖς μνημείοιςLXX Is.26.19,
ἠγείροντο οἱ νεκροίBasil.M.31.377C, cf. A.Mart.10.21.4, c. ἐκ y gen.
λέγεσθαι ... ὅτι Ἰωάννης ἠγέρθη ἐκ νεκρῶνEu.Luc.9.7, c. inf., de Cristo Suppl.Mag.23.5.
4 esp. de fenómenos naturales levantarse, producirse, formarse
ἐγειρομένου χειμῶνοςHdt.7.49,
ἐγειρομένου δὲ καπνοῦ πολλοῦD.S.3.29, cf. Aristid.Or.48.74,
κῦμα ... ἐγερθένHippol.Haer.5.19.14,
ἐγειρέσθω τὰ κύματαChrys.M.52.427 (bis)
•c. suj. abstr. suscitarse
φράσων ἐγειρόμενόν τι πρᾶγμα ἀνιαρόνHld.5.20.2,
τῆς ἐν ὑμῖν διχονοίας ἐγερθείσηςEus.VC 2.69.1.
5 reunirse c. suj. de pers. o abstr. e idea de mov.
ἀμφὶ πυρὴν κριτὸς ἔγρετο λαὸς ἈχαιῶνIl.7.434, cf. 24.789 (quizá ff.ll. por ἤγρετο, cf. ἀγείρω), c. compl. de lugar en dat.
ἔγρετο ναοῖς πᾶσα πόλιςMaiist.81 (seguramente sobre los pasajes anteriores), cf. Hsch.s.u. ἐγρόμενοι.
II perf. act. y med.
1 estar o mantenerse despierto, velar
φυλακῆς μνήσασθε καὶ ἐγρήγορθε ἕκαστοςIl.7.371,
ἐγρηγόρειν τὴν νύκτα πᾶσανAr.Ec.32, cf. X.An.4.6.22, Aen.Tact.22.5bis, D.S.19.38, Polyaen.2.2.6,
τὴν μὲν ἡμέρην ἐγρηγορῆναι χρή, τὴν δὲ νύκτα καθεύδεινHp.Prog.10,
ἐγρήγορας ἢ καθεύδεις;Pl.Prt.310b, cf. X.Cyn.5.11, Ph.2.359
•fig. estar alerta, vigilante c. sujeto inanimado
εὑδόντων ὕπερ ἐγρηγορὸς φρούρημα γῆςdel tribunal del Areópago, A.Eu.706,
ζῶσαν τὴν πόλιν καὶ ἐγρηγορυῖαν παρεχόμεναιlas fiestas, Pl.Lg.809d,
τουτὶ τὸ πῦρ ἐγρήγορεν θεῶν ἕκατιAr.Lys.306, c. suj. de pers.
διὰ ταῦτ' ἐγρήγορεν, ἐφέστηκενpor eso está despierto, al acecho de Filipo, D.6.19, cf. Ph.1.381, Dam.Isid.25.
2 ser despierto, despabilado
ἅμα θαυμάζων ὡς καὶ ἐφρόνει καὶ ἐγρηγόρειX.Cyr.1.4.20
•estar animado, estar excitado
οἱ ἐγρηγορότες ὀρχούμενοιPl.Lg.791a.
3 ref. a la muerte haber resucitado
θεασάμενοι νεκροὺς ἐγηγερμένουςA.Io.40.2, cf. 1Ep.Cor.15.14, c. compl. en gen.
ἐγήγερται ἐκ νεκρῶνEu.Marc.6.14
•fig. de Atenas tras la victoria contra el persa
ἐν Ἀθήναις ἐγηγερμέναιςAfric.Cest.1.3.19.
4 c. suj. inanimado estar levantado, erigido de constr.
μέγα σοὶ τρόπαιον ἐγήγερταιX.Eph.1.4.4,
ἐγήγερται τοῖχοςProcop.Aed.1.1.36,
ἡ κόμη ... ἐγήγερται ... ὑπὸ τοῦ αὐχμοῦPhilostr.Im.1.21.
5 fig. haber surgido, haber aparecido
οὐκ ἐγήγερται ἐν γεννητοῖς γυναικῶν μείζων ἸωάννουEu.Matt.11.11,
αἵρεσίς τις ἄθεος ... ἐγήγερται ἀπὸ ἸησοῦIust.Phil.Dial.108.2.
B tr., en v. act. (e imperat. med.)
I
τοὺς ... ὑπνώοντας ἐγείρειIl.24.344,
Ἠώς ... μιν ἔγειρεOd.6.48, cf. 15.8, 44,
ἔγειρε καὶ σὺ τήνδεA.Eu.140,
οἰκήτηνAr.Lys.18,
τοὺς δ' ἁλιεῖς ἤγειρε φίλος πόνοςTheoc.21.20,
τὴν δύναμιν ἐγείρας προήγαγενdespertando al ejército avanzó D.S.14.104,
ἔγειρέ μοι σεαυτόdespiértateme E.Fr.693.2, cf. Suppl.Mag.47.18, tb. en med.
τόν ... ἔγρεο πλήσσωνNic.Al.456
•c. gen. indic. la situación de la que se sale
μὴ ... ἔξ ὕπνου γοόωσα φίλους οἰκῆας ἐγείρῃIl.5.413,
μὴ τὸν εὔδι' ἰαύονθ' ὑπνώδεά τ' ἐυνᾶς ἐγείρετεE.HF 1051,
τὸν μὲν λέχους ἤγειραTrag.Adesp.664.29.
2 no ref. al sueño levantar
πιάσας αὐτὸν τῆς δεξιᾶς χειρὸς ἤγειρεν αὐτόνde un hombre sentado Act.Ap.3.7, cf. 10.26, Eu.Marc.1.31,
αἱ τίτθαι τὰ παιδία ... ἤγειρανPlu.2.69c
•sanar, devolver a la vida a enfermos
ἐγερεῖ αὐτὸν (τὸν κάμνοντα) ὁ κύριοςEp.Iac.5.15,
πολλοὺς ... νοσέοντας ἔγειραςIStratonikeia 1202.5 (II d.C.).
3 en rel. c. la muerte resucitar, levantar de entre los muertos
νεκροὺς ἐγείρετεEu.Matt.10.8,
τοὺς πεπτωκότας ἔγειρον1Ep.Clem.59.4, cf. Chrys.Catech.Illum.1.30, Ign.Tr.9.2, Origenes Io.10.37 (p.212), Ep.Abgar. en Eus.HE 1.13.6,
τὸν Λάζαρον ἐκ νεκρ[ῶνPMag.Christ.18.5,
ὁ Πατὴρ ἐγείρει τὸν ΥἱόνChrys.M.61.616, c. compl. en gen.
ὃν ὁ Θεὸς ἔγειρεν ἐκ νεκρῶνAct.Ap.3.15, cf. Ep.Rom.4.24.
II fig. animar, avivar, alentar c. ac. de pers.
ἐπεί μιν ἔγειρε Διὸς νόοςIl.15.242,
νήεσσιν ἔπι ... ἔγειρεν ἝκτοραIl.15.603,
(Ἔρις) ἀπάλαμον ... ἐπὶ ἔργον ἐγείρειHes.Op.20,
ἤγειρεν Ἀθηναίους ἐπὶ τὴν μάχηνPolyaen.1.20.1, cf. X.Eph.2.4.5, Hld.1.18.3
•apremiar, meter prisa
ὅπως οὖν μη[κέ]τι κωλύηται τὸ ἔργον, ἤγειρα αὐτοὺς ἐπὶ [τῷ] δικαίῳPStras.111.14, cf. PCair.Zen.59245.4 (ambos III a.C.)
•c. ac. de partes y actividades corpóreas o mentales avivar, despertar, suscitar
Τρωσὶν θυμὸν ἐγεῖραιIl.5.510,
τὴν προθυμίαν τὴν ἐμὴν εἰς τὴν πρὸς ὑμᾶς τειμήνINap.44.2.21 (II d.C.),
τὸ λογιστικόνPl.R.571d,
ὄμμ'E.Fr.398,
τὸ οὖς ... πρὸς τὸ ἄμεινον τῶν ἀκουστῶνPlot.5.1.12,
αἱ μαῖαι ... ἐπᾴδουσαι δύνανται ἐγείρειν τε τὰς ὠδῖναςPl.Tht.149d,
ἐπίνοιαι γὰρ ἀφροδισίων ἐγείρουσιν αἰδοῖαPlu.2.681d, cf. Lyr.Adesp.77.1, Ach.Tat.6.17.5
•c. ac. abstr., indic. ‘lucha’ o ‘confrontación’ alentar, avivar, estimular
ὄφρα κε ... ἐγείρομεν ὀξὺν ἌρηαIl.2.440, cf. 17.544,
μάχην ἤγειρανIl.17.261,
φύλοπινIl.5.496,
πόλεμονThgn.549, Hdt.8.142, Th.1.121,
ὅμιλονPi.Fr.52f.108,
στάσινPl.Lg.856b, I.AI 17.167, cf. D.C.96.2, Vett.Val.389.6, frec. del canto o la mús.
ἔγειρ' ἐπέων σφιν οἶμον λιγύνPi.O.9.47,
λύρανPi.N.10.21,
Κρητικὸν μέλοςCratin.237.1,
θρῆνον ἐγείρετεS.OC 1778,
φθόνου κεκρυμμένου φιλοσκώμμονα γλῶτταν ἐγείροντοςcuando la envidia escondida despierta una lengua burlona, SEG 39.1193.2 (Éfeso, imper.), en v. pas.
πόλεμοι δὲ καὶ ὁδῶν πορεῖαι διὰ μουσικῆς ἐγείρονταιAristid.Quint.57.26
•abs. estimular el ánimo
ἐκ δ' ἀμφοτέροιιν ... ἀτρεκὲς αἷμ' ἔσσευα βαλών, ἤγειρα δὲ μᾶλλονde ambos hice saltar la sangre al acertarles, pero más bien estimulé su coraje, Il.5.208.
III c. idea de mov.
1 poner en movimiento, impulsar c. obj. inanimado
κραιπνὸς δὲ νότος κατόπισθεν ἔγειρε νῆαh.Ap.408,
τοὺς δὲ ταρσοὺς τῶν νεῶν ἐγείρας καὶ πτερώσας ἑκατέρωθενPlu.Ant.63, c. obj. animado
ἔγειρε σεαυτήνPMag.36.353.
2 elevar, alzar
τὸ ὕδωρ κῦμα φλεγμαῖνον ἐγείρειHld.5.17.3,
τὴν κεφαλήνHld.3.3.7,
τὸν μηρὸν ἐγείρει καθ' αὑτοῦAch.Tat.3.8.3, cf. Eu.Matt.12.11,
ἡ στρατιὰ ... ἀλαλαγμὸν ἐγείρουσαPolyaen.4.9.2, en v. pas.
ἐπεὶ δὲ πολὺς χοῦς ἐγήγερτο σωρηδόνPolyaen.4.18.1, fig.
γονιορτὸν (l. κον-) ἐγερεῖ ... καθ' ἑνὸς ἑκάστου ἡμῶνPFouad 86.10 (VI d.C.)
•poner enhiesto
ἀλεκτρυὼν μαχιμώτερος ὁ τὰ κάλλαια ἐγηγερκώςPhilostr.Ep.16
•tb. c. ac. de pers. fig. elevar a la condición de c. pred.
αὐτὸν καθηγεμόνα τοῦ παντὸς ἔθνους ἐγείραςEus.VC 1.12.1.
IV indic. alguna forma de ‘creación’, c. suj. de pers.
1 erigir, levantar c. ac. de concr.
ὑπερῷαHyp.Fr.103,
θεμείλιαCall.Ap.64,
ναοὺς μὲν ἤγειραν εἰς ἔδαφος ἠρε[ιμμέν]ουςIG 5(2).268.35 (Mantinea I a./d.C.),
ναόνEu.Io.2.19,
σκηνὴν ἢ χάρακαD.Chr.12.18,
βωμόνAch.Tat.5.26.9,
ἱρὰ καὶ νηούςLuc.Syr.D.2,
ναὸς ὃν ἠγείραμεν τῷ ΘεῷGr.Naz.Ep.141.8,
τύπος, ὅν τοι ἐγείρει (una estatua)AP 16.361, cf. 360,
τείχηPolyaen.1.30.5,
τρόπαιονHippol.Haer.1.24.7, cf. IEphesos 1629.2 (I d.C.), Him.41.14, SEG 40.1479.5 (Jericó VI d.C.), en v. pas.
ἤδη γὰρ ὁ νεὼς ἐγήγερτο καὶ ἡ σκηνὴ παρεσκεύαστοLuc.Alex.19,
ἠγέρθη τὸ τεῖχοςPolyaen.1.30.5, cf. IGLS 21(2).43.4 (VI d.C.).
2 crear, hacer surgir, suscitar c. suj. de pers. y ac. de la cosa creada
δύναται ὁ θεὸς ἐκ τῶν λίθων τούτων ἐγεῖραι τέκνα τῷ ἈβραάμEu.Matt.3.8,
(ὁ θεός) ἤγειρεν θεοσεβείας σπέρμα ... ἐκ λίθων ἐκείνωνClem.Al.Prot.1.4, en v. pas.
τὰ ἐκ τοῦ βαρβάρου ἐγειρόμενα ἐπὶ τὴν ἙλλάδαHdt.7.148
•fig. inventar
ἁ πενία ... τὰς τέχνας ἐγείρειTheoc.21.1,
πᾶσαν ἐγείρει καὶ κινεῖ μηχανήνHld.2.24.3.
V gram. levantar el acento grave o la sílaba átona, e.e. elevar el tono de la sílaba átona o con acento grave para convertirlo en agudo
ἐγείρει τὴν πρὸ αὐτοῦ βαρεῖαν εἰς ὀξεῖανHdn.1.516,
αἱ ὀξυνόμεναι λέξεις, βαρυνόμεναι δὲ ... ἐγκλιτικοῦ ἐπιφερομένου τὴν βαρεῖαν ἐγείρουσινHdn.Gr.1.563, cf. 562 (bis),
ἐκ δὲ ἀντωνυμιῶν αἱ μὲν ἐγείρουσαι τὴν ὀξεῖαν τὴν πρὸ αὐτῶν ἐγκλιματικαὶ καλοῦνταιHdn.Gr.1.554, en v. pas.
ἡ βαρεῖα ... ἐγείρεταιHdn.Gr.1.562, cf. 564
•abs.
τὸ μὲν οὖν «τις» ἐγείρειHdn.Gr.1.552.
• Etimología: Rel. ai. jāgāra, av. ǰaā́ra ‘velar’, que correspondería a un perf. *γήγορα o ἐγήγορα, quizá de *(°)H1geH1gor- sustituido luego por ἐγρήγορα prob. por influjo del aor. ἐγρέσθαι < *°H1gr-e-.