< ἐγγυμνάζω
ἐγγυμναστέον >
ἐγγύμνασμα
,
-ματος, τό
ejercicio de calentamiento
ταῦτ' ἦν ὥσπερ ἐγγυμνάσματα
Gr.Naz.M.37.1048.