ἐγγύθῐ
• Prosodia: [-ῠ-]
adv.
1 de lugar cerca
ὀρύξομεν ἐ.Il.7.341,
ἐ. στάςOd.1.120,
ἐ. ναίεινHes.Op.288, 343,
τὸν βάρβαρον ἐ. γενόμενονPlu.2.225b,
γείτονας ἐ. νηούςColluth.236
•c. gen. cerca de
ἐ. τε Πριάμοιο καὶ ἝκτοροςIl.6.317,
πατρὸς ἀμύμονος ἐ.Od.7.29,
ἐ. γαίηςOd.13.156, Opp.H.1.207,
ἐ. λίμνηςh.Ap.280,
ἐ. νήσουA.R.1.633, cf. Theoc.21.8,
ἐ. δάφνηςCall.Fr.229.11,
ἐ. δέ σφεωνArat.391,
ἐ. κούρηςNonn.D.1.190,
πυρὸς ἐ.Orph.L.711,
οὐρανίων ... σκήπτρων ἐ. ναιετάεινSEG 36.629.6 (Filipos, crist.)
•c. dat.
ἐ. μοιIl.22.300
•adnom. c. valor adj. cercano
ἀθρήσας ... τὸν ἔμπνοον ἐγγύθι χαλκόνNSRC 19 (III/II a.C.).
2 de tiempo cerca
ἐ. δ' ἠώςIl.10.251.