ἐγγλύφω
• Grafía: graf. en inscr. ἐνγ-
1 esculpir, grabar
ζῷα ἐν λίθοισιHdt.2.4, cf. Corinth.8(1).89.2 (imper.),
τὴν εἰκόνα τὴν ἑαυτοῦ ... ἐκείνῃ (σφραγῖδι)D.C.51.3.6, en v. pas.
αἱμασιὴ ἐγγεγλυμμένη τύποισιHdt.2.138,
ζῴων ἐγγεγλυμμένωνHdt.2.124,
παρὰ ταῖς πανοπλίαις πλοῖαLXX 1Ma.13.29,
τὰ ῥήματά μου ... ἐν γραφείῳ σιδηρῷLXX Ib.19.24,
(δακτύλιον) ἐγγεγλυμμένην ἔχοντα τὴν Μιθριδάτου εἰκόναPosidon.253.54, cf. Ael.NA 10.15,
ἡ τοῦ δηλουμένου ἱεροῦ ... ἀσυλίαIFayoum 116.34, 117.32 (ambas I a.C.),
καθ' ἑκάτερον τῶν λίθων ἓξ ὀνόματαPh.2.153, cf. Str.2.3.4, Poliorc.252.15,
ὁ ἄνθρωπος ... τοῖς ἱεροῖςClem.Al.Strom.5.7.42,
ἐν δὲ τοῖς ὀρθοῖς κανονίοις ... σωλῆνεςHero Spir.1.5, c. ac.
λίθος δὲ εἰκόνα Γαΐου ἐγγεγλυμμένοςpiedra esculpida con la imagen de Gayo I.AI 19.185,
λαβὼν λίθον σιδηρίτην, ἐν ᾧ ἐνγεγλύφθω Ἑκάτη τριπρόσωποςPMag.4.2879
•fig. grabar
ἐγγλύψαι τῷ νῷ πάθοςNil.M.79.449D.
2 excavar, vaciar, ahuecar
τὴν ῥίζαν (γογγύλης)Dsc.2.110, en v. pas.
κυκλαμίνου ῥίζα ἐγγλυφεῖσαDsc.Eup.1.170.2, 171.2
•hacer ranuras o hendiduras
ἐγγεγλύφθωσαν δὲ δι' ὅλου ... τοῦ ξύλου ἐπιμήκεις τινὲς οἷον τάφροιPaul.Aeg.6.118.4, cf. 7, en anat. ref. las prominencias de ciertos huesos donde se insertan los músculos y tendones
ἡ φύσις ... ἐγγλύψασα μὲν τοῦ πρώτου σφονδύλου τὸ ταύτῃ μέροςGal.4.24, cf. 3.843, en v. pas. Gal.2.255.