ἐγγείνομαι
1 criar
δείδω μὴ ... μυῖαι ... εὐλὰς ἐγγείνωνταιIl.19.26.
2 intr. producirse, formarse c. suj. abstr.
πάθοςEpicur.Fr.[34.20] 2,
(λήθη)Epicur.Fr.[34.30] 20,
ἐπινόημαEpicur.Fr.[34.32] 19.
δείδω μὴ ... μυῖαι ... εὐλὰς ἐγγείνωνταιIl.19.26.
πάθοςEpicur.Fr.[34.20] 2,
(λήθη)Epicur.Fr.[34.30] 20,
ἐπινόημαEpicur.Fr.[34.32] 19.