ἐγγαστρόω
1 embarazar
μυθολογοῦντες τὸν Ἄρεα ἐγγαστρῶσαι αὐτήνIo.Mal.Chron.7.178.
2 en v. med. concebir, estar embarazada Hsch.ε 272,
glos. a κοιοφόροςHsch.
μυθολογοῦντες τὸν Ἄρεα ἐγγαστρῶσαι αὐτήνIo.Mal.Chron.7.178.
glos. a κοιοφόροςHsch.