< ἔγραττο
ἐγρεκύδοιμος >
ἐγ(ρέγιος)
,
-ον
lat.
egregius
,
egregio
ὁ ἐ. κόμ(ης) τῶν καθωσιομέν(ων) δομε(στικῶν)
dud. en
IEphesos
1336.2 (crist.).