< Εβελχαρμιν
ἐβένινος >
ἐβένη
,
-ης, ἡ
bot.
ébano
,
Diospyros ebenum
L.
ἐ. ... τὸ μὲν εὔξυλον ... τὸ δὲ φαῦλον
Thphr.
HP
4.4.6.