< Ἀραί
Ἀραιθῠρέα >
Ἄραιθος
,
-ου, ὁ
• Alolema(s):
tb.
Ἄραχθος
y
Ἄρατθος
q.u.
• Prosodia:
[ᾰ-]
Areto
1
río del Epiro, actual Arajzos, Lyc.409.
2
v. Ἀρίαιθος.