< ἀπρόρρητος
ἀπροσαγόρευτος >
Ἄπρος
,
-ου, ὁ
• Alolema(s):
tb.
Ἄπροι κολωνία
Ptol.
Geog
.3.11.7
Apro
ciu. de Tracia, prob. situada entre Ainardjik y Chaireboty, Theopomp.Hist.160, Ptol.l.c.