< ἀνώλεως·
Ἄνωλος >
Ἄνωλοι
,
-ων, οἱ
• Alolema(s):
fem.
Ἀνωλιάς
los anolos
ét. de Anolo, St.Byz.s.u.
Ἄνωλος
.