< ἄμῠλος
ἄμυμος >
Ἄμυμνοι
,
-ων, οἱ
• Alolema(s):
tb.
Ἀμύμονες
St.Byz.s.u.
Χαονία
Amimnos
o
Amímones
pueblo del Epiro, Rhian.35, St.Byz.l.c.