Ἄμαντες, -ων, οἱ
• Alolema(s): tb. Ἀμαντιεύς St.Byz.s.u. Ἀμαντία; Ἄμαντοι Hsch.


amantes ét. de Amantia, A.R.4.1214, St.Byz.l.c., Hsch.