< Ἄλβιον
Ἄλβις >
Ἄλβιος
,
-α, -ον
fem.
Ἀλβία ἡ χώρα
territorio de los Alpes
St.Byz.s.u.
Ἄλπεια
•
neutr. plu.
(τὰ) Ἄλβια
los Alpes
St.Byz.s.u.
Ἄλπεια
, cf. Ἄλπεις.