< ἄκριθος
Ἀκριλλαῖος >
Ἄκριλλαι
,
-ῶν, αἱ
• Alolema(s):
Ἄκριλλα
St.Byz.
acrilas
pueblo cerca de Siracusa, Plu.
Marc
.18., St.Byz.l.c.