< ἄδερμος
ἀδερφός >
Ἄδερος
,
-ου, ὁ
• Alolema(s):
tb.
Ἄδερ
Sud.
Adero
o
Ader
idumeo, enemigo de Salomón, I.
AI
8.199, 203, 204, Sud.