< ἀδάμμα
ἀδαμνᾷς· >
Ἄδαμνα
palabra frig., epít. de Atis
Adamna
,
Naass.Carm
.2,
Φρύγες τὸν φίλον Ἀδάμνα λέγουσιν
Hsch.
α
995.