< ἁρπαγηδόν
ἁρπᾰγῐμαῖος >
Ἁρπαγιανοί
harpagianos
ét. de Ἁρπάγιον
1
, St.Byz.s.u.
Ἁρπάγια
; cf. Ἁρπάγιον.