< ἁμαξίς
ἁμαξίτης >
Ἁμαξιτεύς
,
-έως
• Alolema(s):
tb.
Ἀμαξιτηνός
Apollod.
Hist
.10
hamaxiteo
ét. de Hamáxito, Str.13.1.51.