< ἁμαξακάρινον·
Ἁμαξαντιᾶθεν >
Ἁμαξαντιά
,
-ᾶς, ἡ
• Alolema(s):
tb.
Ἁμανξαντειά
Hsch.;
Ἁμαξάντεια
AB
348
Hamaxancia
demo ático de la tribu Hipotoóntide
, St.Byz., Hsch.,
AB
l.c.