< ἁλικάκκαβος
Ἁλῐκαρνασσεύς >
Ἁλίκαρνα
,
ἡ
• Alolema(s):
Ἁλίκυρνα
Str.10.2.21
Halicarna
1
otro n. de Calcis, St.Byz.s.u.
Χαλκίς
.
2
población de Etolia, Scyl.
Per
.35, Str.10.2.21, Plin.
HN
4.6, St.Byz.s.u.
Ἁλίκυρνα (κώμη Ἀκαρνανίας)
.