< Ἁλοκύμινος
Ἁλόννησος >
Ἁλοννήσιος
,
-α, -ον
• Alolema(s):
tb.
Ἁλοννησίτης
halonesio
ét. de Haloneso, St.Byz.s.u.
Ἁλόννησος
.