< ἀλικύρκης
Ἀλιλαῖοι >
Ἁλικυρναῖος
,
-ου
halicirneo
ét. de Ἁλίκαρνα
2
St.Byz.s.u.
Ἁλίκυρνα
, cf. Ἁλίκαρνα.