< Ἁλῐκαρνασσεύς
Ἁλικαρνασσίς >
Ἁλικαρνάσσιος
,
-α, -ον
halicarnasio
ét. de Halicarnaso Androt.12, St.Byz.s.u.
Ἁλικαρνασσός
.