< ἁβροδίαιτος
ἁβροείμων >
Ἁβροδίτη
,
-ης, ἡ
Habrodita
supuesta etim. de Afrodita,
οἱ δὲ Ἁβροδίτην ἁβροδίαιτόν τινα οὖσαν
Sch.E.
Tr
.990.