< ἀόνιος
Ἀονίς >
Ἀόνιος
,
-α, -ον
aonio
,
beocio
ét. de Aonia, A.R.3.1178,
πεδία
A.R.3.1185, Str.9.2.31, cf. Call.
Fr
.572, Nonn.
D
.5.88, 280, St.Byz.s.u.
Ἄονες
.