< Ἀχερόντιος
ἄχερος >
Ἀχεροντίς
,
-ίδος
Aqueróntide
1
adj.
λίμνη
IUrb.Rom
.1255.9 (II/III d.C.).
2
subst. otro n. del río Aqueronte (cf. Ἀχέρων
I 1
), Sud.s.u.
τόνον
.