< ἀχέρνιπτος
Ἀχερόντιος >
Ἀχεροντιάς
,
-άδος
• Alolema(s):
Ἀχερουν-
Ar. en St.Byz.s.u.
Ἀχέρων
• Prosodia:
[ᾰ-]
del Aqueronte
ἡ Ἀ. νύξ
AP
5.241 (Paul.Sil.), cf. St.Byz.l.c.