< Ἀχαρνικός
ἄχαρνος >
Ἀχαρνίτης
,
-ες
• Prosodia:
[-ῑ-]
acarnita
,
de Acarnas
κισσός
AP
7.21 (Simm.), St.Byz.s.u.
Ἀχαρναί
.