< ἀφροδισιαστικός
Ἀφροδίσιον >
Ἀφροδισιεύς
,
-έως
ét.
de Afrodisias
,
afrodisieo
Charito 1.1, Gal.14.684, St.Byz.s.u.
Ἀφροδισιάς
, Sud.s.u.
Ἀπολλώνιος
.