< Ἀττιενίτης
Ἀττικιανά >
Ἀττικηρῶς
adv.
al modo ático
μέλλοντα δειπνίζειν γὰρ ἄνδρα Θετταλὸν οὐκ Ἀττικηρῶς
Alex.213.4.