< Ἀτρᾰκηίς
ἀτρακίς >
Ἀτράκιος
,
-ία, -ον
• Prosodia:
[-ᾰ-]
atracio
ét. de Atrace en Tesalia
πῶλος
Call.
Fr
.488, St.Byz.s.u.
Ἄτραξ
.