< Ἀτροπατηνή
Ἀτροπάτης >
Ἀτροπατηνός
,
-ή, -όν
• Alolema(s):
Ἀτροπάτιος
, -ον Str.11.13.1, 6
atropateno
o
atropatio
ét. de Atropatena, Plu.
Luc
.31, St.Byz.s.u.
Ἀτροπατία
.