< Ἀτιντάν
Ἀτιντανία >
Ἀτιντᾶνες
,
-ων, οἱ
• Alolema(s):
Ἀτιντανοί
App.
Ill
.7, 8;
Ἀτιντάνιοι
St.Byz.s.u.
Ἀτιντανία
atintanes
habitantes de Atintania, Th.2.80, Scyl.
Per
.26, Plb.2.5.8, Str.7.7.8.