< Ἄταρνα
Ἀταρνεύς >
Ἀταρνείτης
,
-ου, ὁ
• Alolema(s):
fem.
Ἀταρνεῖτις
, -ίδος Hdt.6.29
atarneita
ét. de Atarneo, Hdt.l.c., Callisth.Olynth.4, Call.
Epigr
.1.1, Str.13.1.60, Paus.7.2.11, Poll.9.93, cf. tb. Ἀταρνεύς.