< Ἀταία
†ἄταιθα· >
Ἀταιάτης
,
-ου
• Alolema(s):
Ἀταΐτης
St.Byz.s.u.
Ἀταία
;
Ἀταῖος
St.Byz.l.c.
ateata
ét. de Ἀταία St.Byz.l.c.