< Ἀστακηνός
Ἀστακιλίς >
Ἀστᾰκίδης
,
-ου, ὁ
Astácides
1
patron. de Ástaco, St.Byz.s.u.
Ἀστακός
.
2
un cretense, Call.
Epigr
.22.1.