< Ἀσσαγέτης
Ἀσσακηνοί >
Ἀσσάκανος
,
-ου, ὁ
• Alolema(s):
Ἀσσακανός
Str.15.1.17
Asácano
caudillo indio de los asacanos o asacenos, Arr.
An
.4.27.4, 4.30.5,
Ἀσσακανοῦ γῆ
el país de Asácano
Str.15.1.17, 27.