< Ἀσπαλαθεύς
Ἀσπαλαθίς >
Ἀσπαλαθίδιος
aspalatidio
ét. de Ἀσπαλαθίς, Hdn.Gr.1.116, St.Byz.s.u.
Ἀσπαλαθίς
.